16/5/16

Folk Metal και Αριστερά, μέρος 2ο: Το αποτέλεσμα των Seventies




"The song remains the same" - Led Zeppelin

"Same old song, just a drop of water in an endless sea" - Kansas

"The more that things change, the more they stay the same" - Rush



Φεστιβάλ του Woodstock, γύρω στις 5 η ώρα ξημερώματα Κυριακής 17 Αυγούστου 1969. Οι The Who που ήταν προγραμματισμένοι για την προηγούμενη νύχτα πριν τους Jefferson Airplane, έχουν βγει με καθυστέρηση 14 ωρών και βρίσκονται στη μέση του σετ τους, έχοντας μόλις ολοκληρώσει το Pinball Wizard και κάνοντας τα μικρά κουρδίσματα πριν μπουν στο επόμενο. Ξάφνου πετάγεται στη σκηνή ο αναρχικός ακτιβιστής, μαθητής του Marcuse και ιδρυτής του Διεθνούς Κόμματος Νεολαίας (γνωστών ως Yippies) Abbot Hoffman. Ο Hoffman αρπάζει το μικρόφωνο και αρχίζει να λέει "Νομίζω ότι όλα αυτά είναι ένας σωρός σκατά! Τη στιγμή που ο John Sinclair σαπίζει στη φυλακή..." [1] Το αναρχικό σόου τερματίζεται άμεσα καθώς ο Pete Townshend, χρησιμοποιώντας τη Gibson του ως ρακέτα, τον εκσφενδονίζει από τη σκηνή τρία μέτρα κάτω, μέσα στο χώρο των φωτογράφων. "Άντε ρε γαμήσου!" ακούγεται η οργισμένη φωνή του κιθαρίστα. "Φασιστικό γουρούνι!", τσιρίζει ο ανάρχας πριν εξαφανιστεί τρέχοντας μέσα σε χιλιάδες θεατές που γελούν και χειροκροτούν το πάθημά του. Οι Who συνεχίζουν και θα ολοκληρώσουν βλέποντας στους λασπωμένους λόφους απέναντί τους τον Ήλιο να ανατέλλει: είναι πλέον πρωί.

Ξημερώματα της δεκαετίας του '70. H μέχρι πρότινος περιθωριακή αμερικάνικη αριστερά έχει ωφεληθεί τα μάλα από το αντιπολεμικό κίνημα και τις τραγωδίες του, αποκομίζοντας ευρεία ακαδημαϊκή απήχηση. Όμως τα φέρετρα από το Βιετνάμ συνεχίζουν να καταφθάνουν, ο κόσμος έχει κουραστεί, οι κινητοποιήσεις χάνουν παλμό, η δημοτικότητα του Νίξον αυξάνεται, [2] και τα οικονομικά προγνωστικά θέλουν το τέλος της εποχής της ευωχίας. Στη ροκ σκηνή οι γκουρού του μουσικού τύπου προσπαθούν ακόμη να καταλάβουν τι συνέβη στο Altamont και το τέλος της Ψυχεδέλειας δημιουργεί κενό που φαντάζει αδύνατο να καλυφθεί· θα έλεγε κανείς ότι η κατάσταση έχει βαλτώσει και επικρατεί η εξαντλημένη νηνεμία που ακολουθεί την καταιγίδα. Στην πραγματικότητα, μακριά στον μουσικό ορίζοντα οι κεραυνοί πυκνώνουν. Κεραυνοί μιας καταιγίδας που, όπως ακριβώς το πρώτο Rock & Roll, έχει εμφανιστεί δίχως να την προετοιμάσει κανείς και ξεσπά δίχως κανείς να την περιμένει. Λιγότερο από όλους, η Αριστερά.

Το Hard Rock γεννιέται το 1967 στα περίχωρα της Αντικουλτούρας και μέσα από την heavy blues αισθητική κάποιων -βρετανικών κυρίως- συγκροτημάτων, ως ένα σύνολο αποκλίσεων που, κανονικά, δεν θα'πρεπε να βρίσκονται εκεί. Για τη γέννηση αυτή κάποιος θα μπορούσε να επικαλεστεί την τύχη, ή να πει ότι η μόδα κάνει κύκλους δείχνοντας μια ανάκαμψη του ατίθασου πνεύματος του Rock & Roll. Όμως το Hard Rock δεν ήταν ούτε εκείνη η πρωτόλειος μουσική για serfing και hot rods, δεν πραγματευόταν μαθητικές σχέσεις και μοδάτα ρούχα, δεν ήταν αφελές και ρηχό μέσα στην ενεργητικότητά του. Εδώ η κατάσταση περιπλέκεται. Intros, outros, solos προκύπτουν συχνότερα. Τα ατελείωτα ψυχεδελικά jams, μουσικά τριπάκια στο πουθενά, έχουν δώσει τη θέση τους σε παρατεινόμενα θέματα με δομή και σκοπό: να κλιμακώσουν τη σύνθεση μέχρι του σημείου να γίνει επιβλητική. Από την επιβλητικότητα αυτή γεννιέται το Pomp, και η επική τάση που θα διέπει το Hard Rock διαχρονικά σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Η ίδια η οργανοπαιξία αποκτά μια δεινότητα που δεν διστάζει να γίνει επιδεικτική, συνεργώντας στη γέννηση του Progressive. Θεματολογικά, ο διαδεδομένος όρος Love που μέχρι πρότινος μπορούσε να σημαίνει τη συναδέλφωση ή την αλληλεγγύη προς τον συνάνθρωπο, τώρα πραγματεύεται κυρίως τη σεξουαλικότητα. Από πλευράς πολιτικοποίησης και ενόσω τα αριστερά κελεύσματα σηματοδοτούσαν την πεπατημένη προς την αναγνώριση, οι νέοι αυτοί μουσικοί ήταν χαρακτηριστικά αποστασιοποιημένοι [3] μη ομοιάζοντας παρά σε έναν ιδιόμορφο αντιπολεμισμό, που εκδηλωνόταν όχι τόσο ως πολιτικό αίτημα, όσο επειδή η αυτοματοποιημένη ανθρωποσφαγή του μοντερνικού πολέμου αποτελούσε μια ακόμη επιβεβαίωση της γενικότερα δυστοπικής κοσμοθέασής τους, μιας κοσμοθέασης διαμετρικά αντίθετης από το ευαγγέλιο της Ψυχεδέλειας και την ευτοπική εσχατολογία της Αριστεράς. Αυτή η δυστοπία έκανε το νέο Rock & Roll σκληρό και βαρύ, διαχωρίζοντάς το οριστικά από την Pop κουλτούρα [4] και αναβαπτίζοντάς το ως Hard Rock και Heavy Rock. Το σημαντικότερο, ήταν η ίδια δυστοπία που κατά πάσα πιθανότητα προκάλεσε μια αποστροφή του μέλλοντος και μια στροφή στο παρελθόν. Φτάνουμε έτσι στην πιο ιδιαίτερη από όλες τις αποκλίσεις που αφορά μια παρελθοντολογία σχεδόν νοσταλγική: είναι η παραδοσιοκρατία του Hard Rock και των απογόνων του. Παραδοσιοκρατία εκδηλωμένη σε ένα περιβάλλον καθολικά νεωτερικό· μη ξεχνάμε ότι το πρώτο R&R δεν ήταν κάτι άλλο από μια μοντερνική μουσική που, από τα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά του μέσα μέχρι τη θεματολογία του, περιγραφόταν αποκλειστικά με όρους 20ου αιώνα. Επιπροσθέτως, η 10ετία του '60 σηματοδότησε την κορύφωση ενός εικονοκλαστικού φουτουρισμού, εκβάλλοντας το R&R σε ένα χείμαρρο συνθετικής χημείας και στρατευμένου αριστερισμού που αμφισβητούσε και απέρριπτε κάθε τι παλαιό, ορμώντας ακάθεκτος προς τη νέα εποχή του Υδροχόου.

Γίνεται μάλλον σαφές ότι το Hard Rock δεν προέκυψε ως τίποτε άλλο παρά συνειδητή αντίδραση στην πρότερη κατάσταση: πολυπλοκότητα, υποβλητικότητα, τάση προς επίδειξη, φαλλικός σεξισμός, πολιτική αποστασιοποίηση, απαισιοδοξία, ήταν χαρακτηριστικά όχι μόνο μη-ανιχνεύσιμα στην κουλτούρα της Αντικουλτούρας, αλλά και αντίστροφα προς την επικοινωνιακότητα, την εύπεπτη μελωδικότητα, τον πανηδονισμό, την πολιτικοποίηση και την ευτοπική αφέλεια (βλ. 'αθωότητα') που αυτή προέτασσε. Επιπλέον, η στροφή στο εθνικό παρελθόν και την παραδοσιακή μουσική επαναστατούσε ενάντια στον πρόδηλο κοσμοπολιτισμό και τον φουτουρισμό. Η τελευταία αυτή ιδιομορφία η οποία θα μας απασχολήσει εδώ ήταν πολυεπίπεδη: οργανική και θεματολογική, συμφωνική και λαϊκή, ιστορική και μυθολογική.



Οιωνοί της rock παραδοσιοκρατίας. 1969: η Αφροδίτη της Μήλου στο 7ιντσο
hit των Ολλανδών Shocking Blue και οι Deep Purple με τον Malcolm Arnold.
1978: ο Ian Anderson οδηγεί τους βαρείς ίππους εν μέσω punk βαβούρας.



Ας αρχίσουμε από τη λαϊκή μουσική παράδοση η οποία βρίσκει τη θέση της στους δίσκους νέων συγκροτημάτων που αναλαμβάνουν να τη συγχρονίσουν με τα rock δεδομένα, δημιουργώντας έτσι το είδος που έμεινε γνωστό ως Folk Rock. Στις ΗΠΑ, χώρα με αβαθή λαϊκή μουσική, το κομμουνιστικό κόμμα προσπαθούσε από τις αρχές του εικοστού αιώνα να προσεγγίσει τη folk σκηνή ώστε να αποκτήσει ένα έγκυρο πιστοποιητικό λαϊκότητας, κάτι που κατόρθωσε με τους Woodrow Guthrie και Peter Seeger και υπό την αιγίδα του κρατικού λειτουργού Alan Lomax, οι οποίοι μετέφεραν τη μουσική της υπαίθρου στις αίθουσες και ραδιοσυχνότητες των μεγαλουπόλεων όπου και αστικοποιήθηκε. [5] Με αφορμή την κομμουνιστικοποίηση αυτή και κυρίως μέσω του Bob Dylan -που ήταν φανατικός οπαδός του Guthrie- η αμερικάνικη Folk εντάχθηκε στο ρεπερτόριο της Αντικουλτούρας, με μουσικούς όπως οι Arlo Guthrie και Country Joe McDonald να πλαισιώνουν τους γνωστότερους The Byrds, Simon & Garfunkel και Joan Baez σε ένα παρεάκι που ακουγόταν παράλληλα με το ψυχεδελικό mainstream, ως 'κάτι σε πιο σοβαρό'. Βεβαίως κανένα σοβαρό αίτημα περί επιστροφής στη φύση και την παράδοση δεν αρθρωνόταν από την αστικοποιημένη folk ή τη χίπικη λουλουδομανία και έτσι οι παραπάνω μουσικοί δεν είχαν καμμία διαφορά από διασκεδαστές επαρχιώτικης πανήγυρης· την ίδια στιγμή που τα χίπικα συναυλιακά υπερ-δρώμενα των εκατοντάδων χιλιάδων θεατών άφηναν πίσω τους πραγματικούς σκουπιδότοπους που δεν καθαρίζονταν ποτέ εξολοκλήρου. [6] Απέναντι σε αυτή την κατάσταση η νέα Hλεκτρική Folk, εκπορευόμενη από χώρες με μουσικό βάθος όπως η Αγγλία και η Ιρλανδία, ξεκόλλησε τη νεανική μουσική από το τέλμα του πανηγυριώτικου αριστερισμού κάνοντας το άλμα στον προνεωτερικό ιστορικό χρόνο, σε αναζήτηση της εθνικής παραδόσεως. Εμφανίζονται έτσι μπάντες όπως οι Fairport Convention, Steeleye Span, και Pentagle οι οποίοι παντρεύουν παραδοσιακά ακουστικά όργανα με ηλεκτρικά και τις παραδοσιακές μουσικές φόρμες με ροκ ρυθμούς και μοτίβα, σε ένα ριζικώς αντισυμβατικό ρεπερτόριο που αρέσκεται να αγνοεί το σύνολο του μοντέρνου κόσμου, ατενίζοντας έναν παρελθόντα χρόνο που πιάνει από τον ρομαντικό 19ο αιώνα και εκτείνεται στο μεσαίωνα. Η δεύτερη γενιά της Ηλεκτρικής Folk θα ξεπεράσει την βρετανική νήσο πλαισιώνοντας τους Gryphon με τους Γάλλους Malicorne, τους Γερμανούς Ougenweide και Parzival και τους Ιρλανδούς Clannad, Mellow Candle και Horslips, οι τελευταίοι δίνοντας το έναυσμα της δημιουργίας μιας νέας σκηνής, αυτής του Celtic Rock. Μαζί τους από τον ευρύτερο χώρο του Hard Rock, συναντούμε τους Jethro Tull και τον Jeff Beck να ανοίγουν τον χορό των παραδοσιακών διασκευών από το 1968 με Cat's Squirrel και Greensleeves αντιστοίχως, για να ακολουθήσουν οι Ten Years After με το Three Blind Mice, οι Led Zeppelin με το Gallows Pole και οι Thin Lizzy με το Whiskey in the Jar. Κάπου στο ενδιάμεσο οι Σκώτοι ροκεντρολάδες Nazareth με τους Electric Light Orchestra έχουν προλάβει να εγκαινιάσουν τις ιστορικές αναδρομές με το Glencoe Massacre και το The Battle of Marston Moor, κάτι που θα κάνουν και οι Γερμανοί προγκρεσιβάδες Triumvirat το 1975 με έναν ολόκληρο δίσκο εμπνευσμένο από τον Σπάρτακο. Επίσης, παράλληλα με τις απαρχές του Folk Rock εκεί στα τέλη της δεκαετίας του '60, εξελίσσεται και η μεγάλη αναψηλάφηση της κλασικής μουσικής παραδόσεως η οποία εισάγει στο Rock την κλασική αισθητική, ορχήστρα και χορωδία. Αυτή προέκυψε αρχικά ως πειραματισμός του πιο έντεχνου άκρου της αγγλικής Ψυχεδέλειας με εκφραστές τους Procol Harum, Moody Blues και Nice, ο οποίος υιοθετήθηκε άμεσα από το Hard Rock και ειδικότερα το Prog παρακλάδι του όπου και αξιοποιήθηκε ευρέως. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρουμε κομμάτια όπως το Bourée των Jethro Tull, δίσκους όπως τους πρώτους προσωπικούς του Jon Lord, το Lux Aeterna του William Sheller και συγκροτήματα όπως οι Renaissance.



Ο ορχηστρικός και ο λαϊκός προπάτορας του Folk Metal. Αριστερά το Myths &
Legends of King Arthur όπου συμμετέχουν συνολικά 108 μουσικοί (7μελής μπάντα,
49μελής ορχήστρα και 2 χορωδίες με 52 μέλη). Δεξιά το Book of Invasions όπου
παραδοσιακοί ιρλανδικοί σκοποί όπως Tá 'na lá, Brian Boru και Toss the Feathers
ενσωματώνονται άρτια στο Hard Rock των Horslips.



Πέρα από την ενσωμάτωση των παραδοσιακών και κλασικών συνθέσεων και οργάνων στο ρεπερτόριο του Hard και του Prog Rock, η μεγάλη στροφή προς το παρελθόν περιελάμβανε και μια θεματολογική επιστροφή στην φαντασία και ιδιαίτερα στον αρχαίο μύθο· είναι μάλιστα αυτή η -απίθανη, για τα δεδομένα της- απόπειρα του μουσικού να αναψηλαφήσει την παράδοση πέρα από την ιστορία και εντός της αρχετυπικής προϊστορίας που οριστικοποίησε την ήττα της Αντικουλτούρας στην αρένα του Rock. Εδώ βρίσκουμε σχήματα που αντλούν από την αρχαιότητα το όνομά τους, όπως οι περίφημοι Styx, οι Aphrodite (κατοπινοί Stray Dog), οι The Gods (κατοπινοί Uriah Heep), οι Ambrosia ή οι δικοί μας Socrates, άλλους που βάζουν τον μύθο στα εξώφυλλα των δίσκων τους (οι Cold Blood με τον Σίσυφο, οι Wishbone Ash με τον γίγαντα Άργο, ο Roger Daltrey με τους κενταύρους), έχουμε τον Απόλλωνα του William Rimmer στο σήμα της Swan Song records, έχουμε μια πλειάδα αναφορών που εκτείνονται από το Tales of Brave Ulysses των Cream (1967) έως το Pegasus των Allman Brothers (1979) περιλαμβάνοντας τα Satyr's Dance των Lucifer's Friend, The Three Fates των Emerson, Lake & Palmer, Fountain of Salmacis των Genesis, In the Wake of Poseidon των King Crimson, Eruption των Focus, Homage to the God of Light των Camel, Icarus των Kansas, Ocean των Eloy, Sails of Charon των Scorpions, Hemispheres των Rush κλπ. Αλλά και όπου δεν υπάρχει γνώση του ελληνικού μύθου, υπάρχει στροφή είτε σε άλλες μυθικές παραδόσεις ή στην κλασική και φαντασιακή λογοτεχνία. Έχουμε έτσι τις λογοτεχνικές αναφορές (Wreck of the Hesperus των Procol Harum, Layla των Derek and the Dominos, Nantucket Sleighride των Mountain, Pantagruel's Nativity των Gentle Giant, Journey from Mariabronn των Kansas, Xanadu των Rush), έχουμε τις αναφορές στον Tolkien (Ramble on και The Battle of Evermore από Led Zeppelin, The White Rider από Camel, Rivendell από Rush, τις δουλειές του Bo Hansson) στον E. A. Poe (Nevermore από Queen, Tales of Mystery and Imagination από Alan Parsons Project) στον H. P. Lovecraft (Behind the Wall of Sleep από Black Sabbath, C’Thlu Thlu από Caravan), στη γενικότερη λογοτεχνία τρόμου με τα The Ripper των Judas Priest, Nosferatu των αστείρευτων Blue Oyster Cult κλπ. Επίσης έχουμε τις ενασχολήσεις των Yes (βλ. Jon Anderson) με τον Ινδουισμό που εγκαινιάζονται στο Tales from Topographic Oceans, των Barclay James Harvest με την Αίγυπτο στο Ra, ενώ βρίσκουμε μέχρι και τους ψυχεδελικούς διαστημάνθρωπους Hawkwind να ασχολούνται με τον ρωμαϊκό θεό Vulcan, έστω και μέσω synthies. Πέρα από εκεί υπάρχει μια ιδιαίτερη κατηγορία συγκροτημάτων που επανανακαλύπτουν τον δικό τους βορειοευρωπαϊκό Μύθο, σε ένα κύκλο που ανοίγει με το Listen, Learn, Read On των Deep Purple (1968) συνεχίζεται με το In the Realm of Asgard των Asgard και κλείνει με τα δύο βινυλιακά ορόσημα των μέσων της δεκαετίας: τα Myths & Legends of King Arthur του Rick Wakeman και Book of Invasions των Horslips (που είχαν δείξει τις προθέσεις τους από το The Tain του '73) ενώ ιδιαίτερης μνείας χρήζει και το Faerie Symphony του Tom Newman ο οποίος κινούταν εκτός τυπικών Hard Rock ορίων, αλλά και το From the Fjords των Legend, που έρχεται στην κατάλληλη χρονική στιγμή ώστε να γεφυρώσει την αμερικάνικη Hard Rock παράδοση με τις πρώιμες περιόδους συγκροτημάτων όπως οι Manilla Road. Σε αυτή την ιδιαίτερη κληρονομιά έρχονται να προστεθούν τα Immigrant Song των Led Zeppelin, Cold Wind to Valhalla των Jethro Tull και Emerald των Thin Lizzy· πρόκειται για μικρές ροκ επαναστάσεις που αψήφησαν τους αφορισμούς ενός ηγεμονικού και ηγεμονεύοντος πασιφισμού, στο ακατέργαστο προσχέδιο των οποίων επιχειρείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του προγονικού έθους από μια οπτική όπου πόλεμος και ειρήνη συνυπάρχουν διαδοχικά, ο μεν βλαπτικός και αναπόφευκτος, η δε ωφέλιμη και ευκταία. Κάπου εκεί οριοθετείται η κοιτίδα από όπου οι περισσότερες παραδοσιακές αναφορές στα κατοπινά ρεύματα του Metal έλκουν την καταγωγή τους, φτάνοντας έως το Folk Metal που πιστοποιεί την ώριμη και ασυμπλεγμάτιστη προσέγγισή του στην παράδοση μέσω ουκ ολίγων πολεμικών ιαχών.

Συνοψίζοντας θα λέγαμε τα εξής. Αυτό που, εκμεταλλευόμενο την ραγδαία εξέλιξη της νεανικής μουσικής ψυχαγωγίας και διασκέδασης, άρχισε ως πειραματική απόπειρα μαζικής χειραφέτησης της νεολαίας του δυτικού κόσμου από τα προτάγματα ενός απαρχαιωμένου, δεξιού συντηρητισμού και ταυτόχρονης χειραγώγησής της προς αυτά της φιλελεύθερης Νέας Αριστεράς, όχι μόνο παρήκμασε τάχιστα, αλλά έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά για τα οποία διεξήχθη. Η νεολαία έκανε κτήμα της όλες τις μετανεωτερικές μεθόδους μουσικής έκφρασης και δημιουργίας, μόνο για να εκφράσει εκ νέου τις παραδοσιακές αξίες και προτάσεις· αξίες που δεν εκφράζονται ειλικρινά και ολοκληρωμένα παρά όταν ο πόλεμος βρει τη θέση του απέναντι στην ειρήνη και ο μυθικός χωροχρόνος έρθει να αναβιώσει εντός του ιστορικού. Ροκάδες στις δημιουργικότερες περιόδους τους όπως οι Purple, Wakeman, Horslips, Zeppelin, Lizzy και Tull, δεν απέδωσαν παρά τους ωριμότερους καρπούς μιας ολόκληρης δεκαετίας παραδοσιοκρατικών αναζητήσεων, αναζητήσεων μιας γενιάς που τόλμησε να πιάσει τον μίτο για να βγει από το αδιέξοδο χάος στο οποίο την είχαν πετάξει. Τα μονοπάτια που αυτοί χάραξαν έμειναν για να εξερευνηθούν και διαπλατυνθούν από το νέο, σκληρότερο και βαρύτερο ροκ της δεκαετίας του '80.

Όσο για την Αριστερά, η επόμενή της απόπειρα απαλλοτρίωσης της νεανικής διασκέδασης θα εμφανιστεί στα τέλη της δεκαετίας του '70 ξεκινώντας από τη μπουτίκ ενός άσημου Λονδρέζου ράφτη, πρόθυμου να κάνει τα πάντα για λίγη δημοσιότητα...





Σημειώσεις

[1] Ο Hoffman αναφερόταν στον φίλο του, manager των Mc5 και αρχηγό των Λευκών Πανθήρων John Sinclair ο οποίος στις 25 Ιουλίου είχε συλληφθεί για διακίνηση μαριχουάνας. Καθώς η 5η πρωινή δεν είναι η καλύτερη ώρα για προπαγάνδα, είχε μάλλον επιλέξει τους Who λόγω της φήμης τους ως σχετικά αποστασιοποιημένων αστέρων της γενιάς των λουλουδιών. Ο Townshend από την άλλη ήταν απολιτίκ, σιχαινόταν την Ψυχεδέλεια και είχε γυναίκα και μωρό να τον περιμένουν όλη νύχτα σε ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη. Όπως είπε στο περιοδικό Rolling Stone (Jonah Raskin, For the Hell of It: The Life and Times of Abbie Hoffman, σελ.197):
"Του έδωσα μια που πρέπει να την ένιωθε για καννα-δύο μήνες."
Η άποψή του περί Woodstock συνοψίζεται σε συνέντευξη του 1982 (Mark Wilkerson, Who Are You: The Life of Pete Townshend, σελ.165):
"Όλοι εκείνοι οι χίπηδες που περιφέρονταν νομίζοντας ότι ο κόσμος θα άλλαζε από εκείνη την ημέρα... Ως κυνικός Άγγλος κωλοτρυπίδης που ήμουν περπάτησα ολόκληρη τη φάση θέλοντας να φτύσω τους περισσότερους από δαύτους, κάνοντάς τους να συνειδητοποιήσουν ότι τίποτε δεν είχε αλλάξει και τίποτε δεν επρόκειτο να αλλάξει. Αυτό που πίστευαν ότι ήταν μια εναλλακτική κοινωνία, ήταν ουσιαστικά ένα λασποχώραφο στολισμένο με L.S.D. Αν αυτός ήταν ο κόσμος που ήθελαν να ζήσουν τότε γάμα τους."
Το περιστατικό σημειώνεται για να καταδείξει τη χαώδη διαφορά ανάμεσα σε δύο κόσμους που συνευρέθηκαν στο Woodstock. Από τη μια οι The Who, νεαροί Λονδρέζοι από τις εργατικές κατοικίες του βιομηχανικού Acton που έφτυναν αίμα από το 1959 ώστε να οργανωθούν στα βρώμικα μουσικά κυκλώματα φτιάχνοντας το όνομά τους, ήδη βετεράνοι του προσωπικού πολέμου ενάντια στα ναρκωτικά. Από την άλλη ο Hoffman, τέκνο ευκατάστατων Εβραίων από τις βίλες του Worcester με παραβατική συμπεριφορά καθ' όλη τη διάρκεια της εφηβείας του, τέτοια που θα αρκούσε να καταστρέψει πολλές φορές τη ζωή φτωχότερων συνομηλίκων του, όμως δεν εμπόδισε τον ίδιο από το να τελειώσει το Berkeley. Οι Who αντιλαμβάνονταν τη μουσική τους και το ευρύτερο Rock & Roll ως μια εκφραστική διέξοδο για πολύ υπαρκτά, καθημερινά αδιέξοδα· το Pinball Wizard έκρυβε πίσω του μια τεράστια pinball υποκουλτούρα εκτόνωσης και διασκέδασης φθηνής, προορισμένης για μικροαστούς και διαδεδομένης σε αυτούς, ένα ιδιόρρυθμο σπορ φραγκοδίφραγκων το οποίο η καλή κοινωνία φυσικά αντιλαμβανόταν ως "a pile of shit". Ο δε Hoffman δεν διεκδικούσε για τον εαυτό του τίποτε λιγότερο από την αρίστευση σε ένα άλλο σπορ, παμπάλαιο και εξίσου αγαπητό στην απανταχού πλουτοκρατία: το σπορ όπου ο ατομισμός και η απείθεια στους νόμους και τα χρηστά ήθη χρησιμοποιούνται προς επίρρωση της αριστοκρατικής κοινωνικής υπεροχής, όπως και η θεωρητική εξιδανίκευση της φτώχειας προς άφεση των αμαρτημάτων και των ενοχών του πλούτου.

Για τον Townshend η σκηνή του Woodstock αποτελούσε επιβράβευση ενός 10ετή αγώνα ζωής και θανάτου, επιβεβαίωση ότι τα προσωπικά του αδιέξοδα μπορούσαν να εξωτερικευθούν και να αρθούν μέσω του Rock & Roll. Για τον Hoffman η ίδια σκηνή ήταν μια μεταλλική πλατφόρμα ανυψωμένη τρία μέτρα μπροστά από μισό εκατομμύριο λαού, από όπου το μήνυμά του υπέρ του κρατουμένου για διακίνηση ναρκωτικών φίλου του θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ακροαριστερό κήρυγμα και πριγκηπικό διάγγελμα.

[2] Νοέμβριος 1972: με το σκάνδαλο Watergate εν εξελίξει, ο ρεπουμπλικάνος Nixon κερδίζει τις προεδρικές εκλογές απέναντι στον δημοκρατικό McGovern με ποσοστό 60,7% και τη μεγαλύτερη διαφορά που έχει καταγραφεί ποτέ σε εκλογές των Η.Π.Α, ήτοι σχεδόν 18 εκατομμύρια ψήφους (!) Τα exit polls βρίσκουν τους Allen Ginsberg, Hoffman και Rubin να κλαίνε σε διαμέρισμα του τελευταίου στο Μανχάταν, ενώ ο μεθυσμένος John Lennon φωνάζει ειρωνικά "Ζήτω η επανάσταση". Ναι, ήταν οι ίδιοι αναρχικοί Yippies που μόλις λίγα χρόνια πριν επιχειρούσαν να κατεβάσουν ένα χοίρο για υποψήφιο πρόεδρο των Η.Π.Α ενώ οργάνωναν επεισοδιακές αντιδιαδηλώσεις στα συνέδρια των Δημοκρατικών.
Such a bunch of losers...

[3] Αξίζει εδώ μια αναφορά στον αδικοχαμένο Duane Allman, ο οποίος σε συνέντευξη στο περιοδικό Good Times το 1971 και όταν η δημοσιογράφος (κάποια Ellen Mandel) τον ρωτά τι έχει κάνει για να βοηθήσει τη 'revolution' εκείνος απαντά:
"Χτυπάω στην κιθάρα ένα lick για την ειρήνη, και τρώω ένα ροδάκινο για την ειρήνη κάθε φορά που βρίσκομαι στη Τζώρτζια. Αλλά δεν μπορείς να βοηθήσεις την εξέγερση (revolution) αφού δεν υπάρχει παρά μόνο εξέλιξη (evolution). Είμαι ένας κιθαρίστας. Και οι κιθαρίστες δεν ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο από το να παίζουν κιθάρα..."
Ο Allman ενδιαφερόταν για πολλά άλλα μιας και τα "ροδάκινα" της Τζώρτζια ήταν γένους θηλυκού.

[4] Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '60 οι όροι Rock και Pop (εκ του popular) ήταν σχεδόν συνώνυμοι και χρησιμοποιούνταν παράλληλα.

[5] Το φαινόμενο προσεταιρισμού και οικειοποίησης της λαϊκής τέχνης από  τον κομμουνισμό είναι παγκόσμιο και ιδιαιτέρως η κατεστραμμένη μετακατοχική Ελλάδα αποτελεί υπόδειγμα κομμουνιστικοποίησης του χώρου των τεχνών και  των γραμμάτων. Στην αγγλική λαϊκή μουσική αντίστοιχο ρόλο έπαιξαν οι λαϊκοί μουσικοί James Miller και Albert Lloyd, όμως εκεί ο κομμουνισμός βρέθηκε απέναντι σε μια μεγάλη μεσαία τάξη με μια ζώσα λαϊκή παράδοση. Έτσι η folk αναβίωση πήρε το δικό της δρόμο στην Αγγλία πριν ακόμη το τέλος της Ψυχεδέλειας.

[6] Ενδεικτική είναι η εικόνα που παρουσίαζε το Woodstock μετά το τέλος του φεστιβάλ: 1, 2, 3, 4, 5, 6.





0 σχολια:

Δημοσίευση σχολίου